- σμωδικός
- σμωδικός, ή, όν,A belonging to weals or bruises, φάρμακον a plaster for them, Gal.19.139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμωδικός — ή, όν, Α [σμῶδιξ] ο σχετικός με σμώδιγγες («σμωδικὸν φάρμακον» έμπλαστρο για πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα) … Dictionary of Greek